- βουτυρόπαιδο
- τοπαιδί υπερβολικά καλομαθημένο και μεγαλωμένο με ιδιαίτερες περιποιήσεις, μαμόθρεφτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοκολατόπαιδο — το, Ν καλομαθημένο παιδί με μεγάλη εξάρτηση από την οικογένεια του, βουτυρόπαιδο … Dictionary of Greek